ψυχοστόλος

ψυχοστόλος
-ον, ΜΑ
αυτός που ανακαλεί τις ψυχές τών νεκρών («Λάζαρον ἔκτοθι τύμβου Ἰησοῡς ἐκάλεσε, τεταρταῑον δὲ θανόντα ἐκ νεκύων ἤγειρε, χέων ψυχοστόλον ἠχώ», Νόνν.)
αρχ.
(το αρσ. ως προσωνυμία τού Ερμού) ὁ ψυχοστόλος
αυτός που συνοδεύει τις ψυχές, ψυχοπομπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -στόλος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. νυμφο-στόλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψυχοστόλος — escorting souls masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχοστόλον — ψυχοστόλος escorting souls masc/fem acc sg ψυχοστόλος escorting souls neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”