- ψυχοστόλος
- -ον, ΜΑαυτός που ανακαλεί τις ψυχές τών νεκρών («Λάζαρον ἔκτοθι τύμβου Ἰησοῡς ἐκάλεσε, τεταρταῑον δὲ θανόντα ἐκ νεκύων ἤγειρε, χέων ψυχοστόλον ἠχώ», Νόνν.)αρχ.(το αρσ. ως προσωνυμία τού Ερμού) ὁ ψυχοστόλοςαυτός που συνοδεύει τις ψυχές, ψυχοπομπός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -στόλος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. νυμφο-στόλος].
Dictionary of Greek. 2013.